- ηγάθεος
- ἠγάθεος, -έη, -ον, δωρ. τ. άγάθεος (Α)(για τόπους που βρίσκονται κάτω από την προστασία θεών) πολύ θείος, πολύ ιερός, αγιότατος («ἠγάθεος Πύλος», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατικό πρόθημα αγα-* + θεός, με μετρική έκταση τού αρχικού α].
Dictionary of Greek. 2013.